Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ ὁρμαί

См. также в других словарях:

  • ορμή — η (ΑΜ ὁρμή) 1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό») 2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν… …   Dictionary of Greek

  • σπαργή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. διόγκωση τού κυτταροπλάσματος και κυρίως τών χυμοτοπίων ενός φυτικού κυττάρου, η οποία οφείλεται στη διείσδυση νερού στο εσωτερικό τους, όταν το κύτταρο βυθίζεται σε ένα υποτονικό διάλυμα, δηλαδή σε ένα διάλυμα με μικρότερη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»